Η εταιρεία μας πάντα δημιουργός των εξελίξεων έχει ξεκινήσει
καλλιέργεια 2000 φυτών στέβιας , αλλά συνεργαζόμενη και με άλλους παραγωγούς , διαθέτη
φυτά και συσκευασμένη στέβια σε φύλα και σε άσπρη ζάχαρη. Οι ενδιαφερόμενοι
μπορούν να επικοινωνήσουν στα τηλ. 28410241150 -6944382074.
ΣΤΕΒΙΑ – Μιά φυσική γλυκαντική Ουσία
Ένα
μικρό βότανο που φυτρώνει στη βορειοδυτική Παραγουάη ίσως αποδειχθεί το «ιερό
δισκοπότηρο» της βιομηχανίας τροφίμων. Η στέβια, παραδοσιακό γλυκαντικό των
αυτοχθόνων Γουαρανών, είναι 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, χωρίς καθόλου
θερμίδες.
Ο θάμνος, με την επιστημονική ονομασία Stevia rebaudiana bertoni, τράβηξε την
προσοχή της εταιρείας Coca Cola, η οποία σκοπεύει τώρα να ζητήσει έγκριση
κυκλοφορίας για ένα γλυκαντικό με βάση τη στέβια που θα κυκλοφορήσει με την
εμπορική ονομασία Rebiana. Στις περισσότερες χώρες, πάντως, η στέβια δεν έχει
εγκριθεί για χρήση στα τρόφιμα. Στις ΗΠΑ, η Υπηρεσία Τροφίμων και φαρμάκων προς
το παρόν θεωρεί το βότανο «μη ασφαλές πρόσθετο τροφίμων», ενώ η ΕΕ επιτρέπει
την πώληση μόνο ως συμπλήρωμα διατροφής και ως συστατικό καλλυντικών.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις για ανεπιθύμητες δράσεις στον ανθρώπινο
οργανισμό. Αντιθέτως, έρευνες του Πανεπιστημίου της Ασουνσιόν στην Παραγουάη
έχουν δείξει ότι η στέβια διαθέτει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και
αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι η κρυσταλλική
γλυκιά ουσία της στέβια είναι σταθερή σε θερμοκρασία έως και 200 βαθμών
Κελσίου, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με τη
συνθετική ασπαρτάμη. Η στέβια είναι ήδη δημοφιλές γλυκαντικό στην Κίνα, η οποία
μάλιστα έχει ξεπεράσει την Παραγουάη σε παραγωγή στέβια. Η Κίνα καλλιεργεί
σήμερα στέβια σε 200.000 στρέμματα, ενώ οι καλλιέργειες στην Παραγουάη
περιορίζονται στα 15.000 στρέμματα παρά την εκρηκτική ανάπτυξη της αγοράς. Η
Παραγουάη προσπαθεί τώρα να αναγνωριστεί διεθνώς ως χώρα προέλευσης του μαγικού
βοτάνου.
Χρήσεις Στέβιας
Η στέβια αποτελεί πηγή πολύ χρήσιμων φυσικών χημικών ουσιών, όπως η στεβιοσίδη
(φυσική γλυκαντική ουσία), η γιββερελλίνη (φυτοορμόνη), η χλωροφύλλη (φυσική
χρωστική), φυτοστερόλες (Ιατρική, τρόφιμο), ισοστεβιόλη (Ιατρική), κ. α.
Σπουδαιότερη από αυτές και για την οποία κυρίως καλλιεργείται σήμερα η Στέβια
είναι η στεβιοσίδη μία φυσική γλυκαντική ουσία, έως και 300 φορές ποιο γλυκιά
από τη ζάχαρη, το ίδιο γλυκιά με συνθετικές γλυκαντικές ουσίες αλλά χωρίς τα
προβλήματα για την υγεία που έχουν αυτές, με σχεδόν μηδενική θερμιδική
περιεκτικότητα. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως χλωρά ή ξηρά, τριμμένα ή αλεσμένα.
Οι μεγαλύτεροι χρήστες της στεβιοσίδης είναι η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-ζαχαροπλαστική
(υποκαθιστά τη ζάχαρη και την πράσινη χρωστική) και η Ιατρική (για τους
διαβητικούς). Σε ορισμένες χώρες (ΗΠΑ. κ.α.) επιτρέπεται μόνο ως διαιτητικό
συμπλήρωμα, ενώ σε άλλες χώρες (Ιαπωνία από το 1971, Βραζιλία, κ.α.) ως
υποκατάστατο της ζάχαρης, ως συμπλήρωμα διατροφής και ως διαιτητικό συμπλήρωμα.
Στη Στέβια αποδίδονται επιπλέον ιδιότητες όπως αντιυπερτασικές,
αντιβακτηριακές, αντιοξειδωτικές, προληπτικό τερηδόνας, ρυθμιστής σακχάρου στο
αίμα, καρδιοτονωτικό, επουλωτικό, περιποιητικό δέρματος. Η αξία του φυτού αυτού
όπως καταλαβαίνει κανείς είναι τεράστια καθώς μπορεί να γίνει και βιομηχανική
εκμετάλλευση του αλλά έχει νόημα κάθε σπίτι που έχει ένα μικρό κήπο να διατηρεί
μια με δύο γλάστρες με φυτά στέβιας για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού. Η
στέβια μπορεί να χρησιμοποιηθεί φρέσκια αλλά και αποξηραμένη, στο φαγητό, σε
σαλάτες, σε γλυκά, σε ποτά. Η ποσότητα που απαιτείται είναι ελάχιστη χάρις την
μεγάλη γλυκαντική της δύναμη οπότε ουσιαστικά προσθέτει μηδέν θερμίδες στο
σκεύασμα ή στο αφέψημα στο οποίο προστίθεται.
Η στέβια στην άγρια της κατάσταση στο ιθαγενές της περιβάλλον είναι ένα
πολυετές φυτό που φυτρώνει σε αμμώδη, μικρής γονιμότητας εδάφη στις άκρες
ποταμών και ρεμάτων. Αυτό μας δείχνει ότι δεν είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό
φυτό όσον αφορά τις συνθήκες ανάπτυξης του. Χωρίς κλάδεμα γίνεται περίπου 2
πόδια ψηλό δηλαδή περίπου 60 εκατοστά. Οι ανάγκες του σε έδαφος είναι αρκετά
ταπεινές οπότε οποιοδήποτε μείγμα για γλάστρες με ουδέτερο ή ελαφρά όξινο
είναι μια χαρά. Η στέβια είναι ένα τρυφερό φυτό που δεν αντέχει το χειμερινό
ψύχος. Σε βόρειες χώρες καλλιεργείται ως μονοετές αλλά σε χώρες όπως την δική
μας μπορεί να καλλιεργηθεί σαν τρυφερό πολυετές και με μια μικρή προστασία κατά
τις ημέρες του χειμώνα με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες μπορεί να επιβιώσει για
όλο το έτος.
Χαρακτηρίζεται από πολλούς ως “το φυτό της νέας χιλιετίας” και η ζάχαρή του ως
“η ζάχαρη του μέλλοντος”. Πρόκειται για το φυτό στέβια, που είναι ένα εντελώς
νέο είδος φυτού για την Ελλάδα, άγνωστο στη χώρα μας μέχρι το 2005, όταν το
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας άρχισε συστηματική επιστημονική έρευνα, την οποία και
συνεχίζει σε συνεργασία με διάφορους φορείς, με σκοπό το φυτό αυτό να
αποτελέσει μια εναλλακτική καλλιέργεια για τους Έλληνες γεωργούς.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όπως αναφέρει ο καθηγητής Πέτρος Λόλας, είναι το
πρώτο και μόνο Ίδρυμα έως τώρα που ασχολείται με συστηματική επιστημονική
έρευνα της στέβιας στην Ελλάδα (η έρευνα άρχισε την περίοδο 2005-2007 και
συνεχίζεται έως σήμερα, σε διάφορες περιοχές της χώρας).
Η στέβια (Stevia plant), σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο κ. Λόλας, παρουσιάζει
μεγάλο γεωργικό, βιομηχανικό και εμπορικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα (και την
Ε.Ε.) για την ανάπτυξη της αγροτικής και της εθνικής οικονομίας.
Γεωργικά, η στέβια μπορεί, σε βάθος χρόνου (επόμενα 4-6 χρόνια) και με
ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει μια νέα εναλλακτική δυναμική καλλιέργεια
για τους πρώην καπνοπαραγωγούς.
H καλλιέργεια της στέβιας θα συμβάλλει στη διαφοροποίηση της ελληνικής
γεωργίας καθώς και στην αξιοποίηση πολλών γεωργικών εκτάσεων που
εγκαταλείφθηκαν ή είναι σε αγρανάπαυση. Με τις σημερινές τιμές που ισχύουν
αλλού για τα φύλλα ή τη “ζάχαρη”, εξηγεί ο καθηγητής, η στέβια εξασφαλίζει
ικανοποιητικό εισόδημα και απασχόληση, χωρίς καμιά επιδότηση.
Μάλιστα, επειδή δεν έχει ούτε πολλούς, ούτε σοβαρούς εχθρούς ή ασθένειες,
ενδείκνυται για βιολογική ή ολοκληρωμένη παραγωγή και έτσι θεωρείται “πράσινη
καλλιέργεια”.
Εκτιμάται πως, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την κάλυψη των πρώτων αναγκών σε
στεβιοσίδη από τις πολυεθνικές που πήραν έγκριση χρήσης της “ζάχαρης της
στέβιας” θα χρειασθούν πάνω από 8 εκατομμύρια στρέμματα.
Βιομηχανικά και εμπορικά, η στέβια, με τις μονάδες (εργοστάσια) εξαγωγής της
ζάχαρης και τις νέες εμπορικές και εξαγωγικές υποδομές για τηνδιακίνηση της
στεβιοζάχαρης, θα δημιουργήσει πολλές νέες θέσεις εργασίας και θα στηρίξει
πολλαπλασιαστικά παράπλευρες οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο καπνός.
Από τη γνώση που διαθέτει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με τους συνεργάτες του,
ύστερα από συστηματική έρευνα επί τέσσερα έτη, σε όλη τη χώρα, φαίνεται πως
ιδανικός τόπος σε απόδοση και σε “ζάχαρη” για τη στέβια δεν είναι μόνο μία
περιοχή, αλλά περισσότερες στην Ελλάδα.
Προτείνεται, λοιπόν, η καλλιέργεια να είναι ευθύνη ενός κεντρικού φορέα, της
Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Παραγωγών Στέβιας και άλλων Καινοτόμων
Καλλιεργειών που έχει ιδρυθεί, να μην είναι ελεύθερη και ανεξέλεγκτη, αλλά
συμβολαιακή.
Σε αντίθετη περίπτωση, διαπιστώνει ο υπεύθυνος καθηγητής, η στέβια είναι
“καταδικασμένη” να αποτύχει αφού θα έχει την τύχη των περισσότερων συμβατικών
καλλιεργειών (σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, κ.ά.
Χαρακτηριστικά
Ενδιαφέροντα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του φυτού, σύμφωνα με το
πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Η στέβια εντοπίστηκε από τον φυσιοδίφη Bertoni το 1887
στα υψίπεδα της Παραγουάης, στα σύνορα με την Βραζιλία. Εκεί, για πάρα πολλά
χρόνια πριν από το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου στο “νέο κόσμο” χρησιμοποιούνταν
από τις τοπικές φυλές των Ινδιάνων, οι οποίοι γνώριζαν τις μοναδικές ιδιότητές
της στέβιας ως ισχυρό γλυκαντικό, θεραπευτικό και “μαγικό” βότανο.
Η στέβια (Stevia rebaudiana Bertoni) είναι ένα πολυετές, πολύκλαδο και
ποώδες φυτό, που ζει ή καλλιεργείται αλλού ως ετήσιο και αλλού για 3-7 χρόνια,
όπως και στην Ελλάδα.
Η παραγωγή της στέβιας μοιάζει πολύ με εκείνη του καπνού, τόσο ως προς τις
εδαφοκλιματικές συνθήκες, περίοδο καλλιέργειας, πρώτα στα σπορεία και μετά στο
χωράφι (Απρίλιος-Μάιο), όσο και ως προς τις καλλιεργητικές πρακτικές
Χρήση
Σήμερα, η κύρια χρήση της στέβιας είναι η εξαγωγή από τα φύλλα της -χλωρά ή
ξηρά- των φυσικών γλυκαντικών ουσιών στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη, κ.ά.. Η
στεβιοσίδη μόνη της ή μαζί με τις άλλες γλυκαντικές ουσίες (αναφερόμενη ως
στεβιοσίδη) είναι μία λευκή, μικροκρυσταλλική ουσία, όπως και η κοινή ζάχαρη,
αλλά με μηδενική θερμιδική αξία και 200-300 φορές πιο γλυκιά, ανάλογα με την
συγκέντρωση κάθε μιας από τις γλυκαντικές ουσίες.
Γι’ αυτό και η στεβιοσίδη αναφέρεται και ως “ζάχαρη της στέβιας”. Η
στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη, κάθε μία ή σε συνδυασμό (στεβιοσίδη), μπορεί να
αντικαταστήσει την κοινή ζάχαρη σε οποιαδήποτε χρήση της, έχοντας όμως πολλά
συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη γνωστή μας ζάχαρη και τις συνθετικές
γλυκαντικές ουσίες. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως χλωρά/ξηρά, τριμμένα ή
αλεσμένα, ενώ γίνεται χρήση ακόμη και του εκχυλίσματός τους. Τα στελέχη και τα
υπολείμματα των φύλλων, μετά την εξαγωγή της ”ζάχαρης”, αποτελούν ζωοτροφή.
‘Αλλες πολύ χρήσιμες φυσικές χημικές ουσίες της στέβιας είναι οι
φυτοστερόλες(Ιατρική), η γιββερελλίνη (φυτοορμόνη) η χλωροφύλλη (φυσική
χρωστική), κ.ά.
Οι μεγαλύτεροι χρήστες της στεβιοσίδης είναι η βιομηχανία
τροφίμων-ποτών-ζαχαροπλαστική (υποκαθιστά τη ζάχαρη και την πράσινη χρωστική)
και η Ιατρική (για τους διαβητικούς τύπου 2).
Στις διάφορες μορφές της -φύλλα, εκχυλίσματα, γλυκαντική ουσία- αποδίδονται
πολλές βιοχημικές ιδιότητες. Η στέβια είχε πολύ σημαντικό διατροφικό, ιατρικό,
θεραπευτικό και εθνοβοτανικό ρόλο στις παραδόσεις, δοξασίες και ιεροτελεστίες
των λαών στους τόπους καταγωγής της στέβιας
Στη στέβια, οι ιθαγενείς Guarani, Mestizos, και άλλες τοπικές φυλές απέδιδαν
διάφορες ιδιότητες. Στην Κίνα, τσάι από φύλλα στέβιας συνίσταται ως ορεκτικό,
ως χωνευτικό, για απώλεια βάρους, για διατήρηση της νεότητας, ως διαιτητικό ή
και για μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα και ποτό.
Η στέβια, στις διάφορες μορφές της, χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 20
χώρες ως υποκατάστατο της ζάχαρης, ως συμπλήρωμα διατροφής και δίαιτας. Στην
Ιαπωνία και άλλες ασιατικές χώρες, γίνεται χρήση αυτής από τα μέσα της
δεκαετίας του 1970. Στις ΗΠΑ, η ρεμπαουδιοσίδη και στην Αυστραλία – Ν. Ζηλανδία
η στεβιοσίδη από το τέλος του 2008 και ως υποκατάσταο της ζάχαρης Ήδη, στη
Γαλλία, εταιρίες τροφίμων πήραν έγκριση χρήσης της ρεμπαουδιοσίδης σε τρόφιμα
για δύο έτη. Στην Ιαπωνία και την Κορέα, η στεβιοσίδη καλύπτει περί το 40-50%
της αγοράς γλυκαντικών ουσιών.
Η στέβια, στις διάφορες μορφές της, χρησιμοποιείται στη Ν. Αμερική για
περισσότερα από 500 χρόνια, στην Ευρώπη από το 1999, ενώ στον Καναδά και τις
ΗΠΑ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι το 1991, επιτρέπονταν μόνο ως
διαιτητικό συμπλήρωμα. Το 1991, στις ΗΠΑ απαγορεύθηκε κάθε χρήση μέχρι το 1995
οπότε επέτρεψε και πάλι την χρήση. ‘Αλλες χώρες όπου χρησιμοποιείται η στέβια
είναι η Ελβετία, μερικές της Ανατολικής Ευρώπης και της Αφρικής.
Με την έγκριση χρήσης της στεβιοσίδης ως τρόφιμο-υποκατάστατο της ζάχαρης,
στην Αυστραλία και τη Ν. Ζηλανδία, από τον Οκτώβριο του 2008 και στις ΗΠΑ (από
διάφορες πολυεθνικές το 2009), η χρήση και ο αριθμός των χωρών όπου επιτρέπεται
αυτή, αναμένεται να αυξάνει κάθε χρόνο. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη χώρα
-παραγωγός και η Ιαπωνία η μεγαλύτερη χώρα- καταναλωτής.
Σήμερα, εκτιμάται πως χρήση στέβιας, κάθε μέρα, σε διάφορες χώρες, κάνουν
πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς να παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα.
Στην ΕΕ και τον FAO έχει ορισθεί, από το 2008, Ημερήσια Αποδεκτή Λήψη 10 mg
στεβιοσίδη/kg ζώντος βάρους. Στην ΕΕ επιτρέπεται από το 2005 η χρήση της
στέβιας και εκχυλισμάτων της στα σιτηρέσια (ως αρωματικό συστατικό) έως ποσοστό
2% και στα καλλυντικά. Η διαδικασία έγκρισης χρήσης της στεβιοσίδης ως νεοφανές
τρόφιμο και υποκατάστατο της ζάχαρης στην ΕΕ είναι σε εξέλιξη και αναμένεται το
2010/2011.